- βουνοκορφή
- ηκορυφή τού βουνού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βουνοκορφή — η η κορυφή του βουνού, το κορφοβούνι: Οι χιονισμένες κορυφές του Ολύμπου φαίνονται από τη Θεσσαλονίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
αετόπετρα — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ., 212 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θέρμου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 770 μ., 108 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του… … Dictionary of Greek
ακροβούνι — το βουνοκορφή, κορφοβούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + βουνί] … Dictionary of Greek
ακροούρανο — και ακρούρανο, το (λ. ποιητική) 1. η άκρη τού ουρανού, τού ορίζοντα 2. κορυφή όρους, βουνοκορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + ουρανός] … Dictionary of Greek
ακρόλοφος — ο (Α ἀκρόλοφος) (Α και ος, ον) κορυφή όρους, βουνοκορφή αρχ. ως επίθ. αυτός που καταλήγει σε κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + λόφος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκρολοφία, ἀκρολοφίτης] … Dictionary of Greek
αντακρωτήριον — ἀντακρωτήριον, το (Α) η απέναντι βουνοκορφή … Dictionary of Greek
βουνό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 7 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 251 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek
γλυκοκυματίζω — 1. (για τα μαλλιά, επιφάνεια νερού, σπαρτά κ.λπ.) κυματίζω γλυκά, κινούμαι με ελαφρούς κυματισμούς 2. (για πλαγιά ή βουνοκορφή) σχηματίζω απαλή κυματοειδή καμπύλη … Dictionary of Greek
ηλιοστεφής — ές (για ύψωμα ή βουνοκορφή) στεφανωμένος από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + στεφης (< στέφος, το «διάδημα»), πρβλ. ανθο στεφής, χρυσο στεφής] … Dictionary of Greek